Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

τὸ λεγένι

См. также в других словарях:

  • λεγένι — το 1. η λεκάνη για νίψιμο, η λεκάνη τού νιπτήρα 2. παροιμ. «φτύνει σε χρυσό λεγένι» είναι πλούσιος, αλλά και άρρωστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. leğen πιθ. < λεκάνη] …   Dictionary of Greek

  • λεγένι — το ιού (λ. τουρκ.), λεκάνη για το πλύσιμο του προσώπου και των χεριών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • lighean — LIGHEÁN, lighene, s.n. Vas de metal, de porţelan etc. larg şi puţin adânc, întrebuinţat la spălatul corpului, al vaselor, al rufelor etc. ♦ Conţinutul unui asemenea vas. – Din tc. liğen, legen. Trimis de LauraGellner, 12.04.2008. Sursa: DEX 98 … …   Dicționar Român

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»